Το θάρρος της γνώμης μου
Είμαι η Αθηνά, 38 ετών, παντρεμένη, εργάζομαι ως νομική σύμβουλος και θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας την εμπειρία που έχω ζήσει κάνοντας ψυχοθεραπεία. Αρχικά, θα ήθελα να σας πω ότι οι λόγοι που με οδήγησαν στο να αποφασίσω να ζητήσω βοήθεια από κάποιον ειδικό, είχαν να κάνουν με το άγχος που ένοιωθα για να εκφραστώ και τις δυσκολίες που προκαλούσε αυτό στις σχέσεις μου και κυρίως με τους άντρες.
Γεννήθηκα στην επαρχία, από μια μικροαστική και αρκετά συντηρητική οικογένεια. Οι γονείς μου ήταν αυστηροί και ήθελαν να ελέγχουν το ντύσιμό μου, τις εξόδους μου και τις παρέες μου. Αυτό με έκανε από παιδί να νοιώθω περιορισμένη, φοβισμένη αλλά και θυμωμένη που δεν μπορούσα να είμαι ο εαυτός μου. Ο πατέρας μου ήταν ένας θυμωμένος άνθρωπος διότι πίστευε ότι είχε βιώσει μεγάλη αδικία στη ζωή του, κι εφόσον δεν «ακούστηκε» ποτέ, έτσι δεν μπορούσε να «ακούσει» κι εμένα. Η μητέρα μου ήταν ένας πολύ ήρεμος άνθρωπος, μια παρουσία γεμάτη αγάπη και δοτικότητα, που όμως δεν ήξερε να διεκδικεί τίποτα για την ζωή της. Η μικρότερη αδερφή μου ήταν ένα χαρούμενο παιδί με χιούμορ κι εγώ ήθελα πάντα να την φροντίζω και να την προστατεύω. Πάντα θυμάμαι τον εαυτό μου να έχω την τάση να προστατεύω τους μικρότερους και τους αδύναμους που δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν το δίκιο τους.
Μετά το λύκειο, έφυγα από το πατρικό μου λόγω σπουδών. Πέρασα στην νομική κι εργαζόμουν παράλληλα σε ένα καφέ. Μια φορά, ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού μου μίλησε άσχημα και απότομα και παρόλο που ένοιωσα αδικημένη και προσβεβλημένη μου ήταν αδύνατο να απαντήσω για να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Στεναχωρήθηκα, όχι τόσο για την προσβολή του, όσο για την αδυναμία μου να διεκδικήσω το δίκιο μου. Σιγά σιγά άρχισα να συνειδητοποιώ πως όποτε κι αν χρειαζόταν να πω την γνώμη μου και να μιλήσω για τις ανάγκες μου, το σώμα μου πάγωνε, ένοιωθα να παραλύω και δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Αυτό γίνονταν όλο και πιο έντονο, κυρίως με τους άντρες, κι εκεί άρχισα να μου θυμίζω την μητέρα μου που δεν μιλούσε ποτέ και δεν διεκδικούσε τίποτα. Αυτά που θα έπρεπε να πω, τα έλεγα αργότερα, και μόνο μέσα στο μυαλό μου κάνοντας φανταστικούς διαλόγους. Θύμωνα και με μένα που δυσκολευόμουν να μιλήσω ευθέως αλλά και με τους άλλους που νόμιζα ότι με αδικούσαν κι έτσι ζούσα μέσα στο άγχος, τον θυμό και τον φόβο. Τότε ήταν η στιγμή που είπα ότι έπρεπε να ζητήσω βοήθεια.
Η οικογένειά μου ήταν αντίθετη στην απόφαση μου να επισκεφτώ κάποιον ειδικό και προκειμένου να συγκρουστώ μαζί τους, μετά από τις πρώτες επισκέψεις μου στον θεραπευτή, αποφάσισα να τους το κρύψω. Η άποψη που είχαν για «όλους τους ψυχολόγους» ήταν ότι οι ίδιοι δεν ήταν χρήσιμοι ουσιαστικά αλλά εκμεταλλεύονταν τους ανθρώπους παίρνοντας απλά τα χρήματά τους χωρίς να τους παρέχουν κάποια βοήθεια. Όσον αφορά εκείνους που τους επισκέπτονταν, έλεγαν ότι είναι ψυχικά άρρωστοι. Υποστήριζαν δηλαδή ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να έχει άλλα προβλήματα πέρα από την επιβίωσή του, δεν καταλάβαιναν καθόλου το πως αισθάνομαι και θεωρούσαν πως όλα θα λυθούν μέσω ενός «καλού» γάμου ή μέσω μιας «καλής» δουλειάς.
Η αλήθεια είναι ότι δεν γνώριζα σχεδόν τίποτα γύρω από την ψυχοθεραπεία, εφόσον κανένας από το τότε περιβάλλον μου, από όσο ήμουν σε θέση να γνωρίζω, δεν είχε παρόμοια εμπειρία. Τον ψυχοθεραπευτή που επισκέφθηκα, τον διάλεξα εντελώς τυχαία, διαβάζοντας ένα άρθρο του σε ένα περιοδικό, σχετικά με το άγχος. Οι πρώτες συναντήσεις μας, ήταν περισσότερο αναγνωριστικές, αλλά από την αρχή καταλάβαινα πως ο άνθρωπος αυτός είχε υπομονή και κατανόηση και η σχέση που σταδιακά αναπτύξαμε ίσως και να ήταν η πρώτη σχέση στην ζωή μου χωρίς κριτική και απαίτηση για να αλλάξω οτιδήποτε επάνω μου. Σιγά σιγά έμπαινα σ’ ένα κόσμο διαφορετικό από αυτόν που μέχρι τότε γνώριζα. Με τις κατάλληλες ερωτήσεις κι επισημάνσεις, άρχισα πραγματικά να με παρατηρώ, να με γνωρίζω και να με καταλαβαίνω. Έννοιες όπως ευθύνη, εμπιστοσύνη, σεβασμός, αυτοεκτίμηση, ισότητα που τις ήξερα μόνο θεωρητικά και τις διάβαζα στα βιβλία της νομικής, ξεκίνησα να τις βιώνω και να έχουν εφαρμογή στην ζωή μου. Το κυριότερο όμως ήταν ότι αρχίζοντας να έχω επαφή με τα συναισθήματά μου, ένιωθα να είμαι ζωντανή. Παράλληλα, οι μικρές ή οι μεγάλες αλλαγές που έκανα μου έδιναν χαρά και ικανοποίηση.
Ο δρόμος αυτός δεν ήταν πάντα εύκολος γιατί αρκετές φορές έβλεπα πράγματα για τον εαυτό μου τα οποία δεν μου άρεσαν και μου προκαλούσαν δυσφορία ή και πόνο. Όμως το κέρδος που είχα τόσο σημαντικό που οι εβδομαδιαίες συνεδρίες ήταν πλέον μέρος της ζωής μου. Μετά από δύο χρόνια χώρισα από μια πολύ άσχημη σχέση, έμαθα να οδηγώ, αγόρασα δικό μου αυτοκίνητο, πήρα το πτυχίο μου, και γενικότερα άρχισα να με παίρνω στα σοβαρά. Κοινώς, ενηλικιωνόμουν. Το άγχος μου είχε μειωθεί και είχα περισσότερη ευεξία. Οι σχέσεις μου χαρακτηρίζονταν πλέον από περισσότερη ειλικρίνεια και οι πιθανές συγκρούσεις γίνονταν για να υπάρχει κατανόηση κι επικοινωνία, δηλαδή ήταν περισσότερο παραγωγικές παρά καταστροφικές.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι κάποτε συγκρούστηκα με μια συνάδελφο η οποία πάντοτε αργούσε στην βάρδια της κι όταν επιτέλους της είπα για την ενόχλησή μου, παρόλο που η ίδια δεν άλλαξε την στάση της, κατάλαβα ότι αυτό που τελικά με ενοχλούσε δεν ήταν τόσο η συμπεριφορά της, όσο η θέση που εγώ έβαζα τον εαυτό μου να την περιμένω κι έτσι ενίσχυα και ανακύκλωνα τον θυμό μου. Αυτό βέβαια με εξυπηρετούσε ώστε να βρίσκομαι στην οικεία θέση του θύματος.
Μετά από περίπου 5 χρόνια ψυχοθεραπείας και βλέποντας τον εαυτό μου και τον κόσμο εντελώς διαφορετικά αποφάσισα να κάνω ένα μεταπτυχιακό. Εκεί, γνώρισα και τον σύζυγό μου. Στην αρχή ήμασταν φίλοι αλλά η επικοινωνία μας ήταν πολύ καλή και σταθερή. Ο Ανδρέας μου δήλωσε κάποια στιγμή ότι αυτό που θαύμαζε κι εκτιμούσε πιο πολύ σε μένα ήταν ότι ήμουν ένα ειλικρινές άτομο και δεν φοβόμουν να πω ανοικτά αυτό που πιστεύω. Δεν πίστευα στα αυτιά μου πως αυτή ήταν η γνώμη κάποιου άνδρα για εμένα. Η σχέση μας αργότερα εξελίχθηκε σε ερωτική και τελικά παντρευτήκαμε.
Είναι λογικό κι επόμενο να υπάρχουν και διαφωνίες στον γάμο μας εφόσον είμαστε δυο κόσμοι διαφορετικοί. Το πολύ σημαντικό όμως είναι πως εκφράζοντας αυτό που νοιώθω, έχω μάθει και τον άντρα μου να κάνει το ίδιο. Υπάρχει μεταξύ μας αυθορμητισμός κι εμπιστοσύνη και δεν προσπαθεί ο ένας να επιβάλει τις απόψεις του στον άλλο. Αντίθετα με ότι συνέβαινε στην γονεϊκή μου οικογένεια, στον γάμο μας υπάρχει συναγωνισμός και όχι ανταγωνισμός.
Έχω καταλάβει ότι κανένας δεν μπορεί να με αδικήσει αν εγώ δεν αδικώ τον εαυτό μου και κανένας δεν μπορεί να με μειώσει ή να με προσβάλει αν εγώ δεν του δώσω τον χώρο να το κάνει. Αυτό προσπαθώ συνέχεια να το εδραιώσω στην ζωή μου και οι αλλαγές που έχω καταφέρει είναι μια μεγάλη νίκη που την χρωστάω στον θεραπευτή μου που ήταν δίπλα μου και σε μένα που τότε προσπάθησα και τώρα απολαμβάνω.